Skip to main content

Γράφει η Μαρία Δάτσικα, Νομική Σύμβουλος


Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας παραμένει ένα από τα πιο σιωπηλά και παρεξηγημένα προβλήματα των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων. Παρότι τα τελευταία χρόνια η δημόσια συζήτηση γύρω από το ζήτημα έχει ενταθεί, τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι τα φαινόμενα αυτά εξακολουθούν να είναι βαθιά ριζωμένα στις δομές εξουσίας και στις πολιτισμικές αντιλήψεις των οργανισμών.

Τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE) 

Σύμφωνα με πρόσφατα ευρωπαϊκά στοιχεία (Eurostat, FRA, EIGE), 31% των εργαζόμενων γυναικών στην Ευρώπη έχουν βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας. Ανάμεσα στις νεότερες γυναίκες (18-29 ετών), το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται στο 42%, γεγονός που υπογραμμίζει πως η παρενόχληση επηρεάζει ιδιαίτερα τις νεότερες γενιές επαγγελματιών.

Επιπλέον, τα δεδομένα δείχνουν πως παρενόχληση δεν περιορίζεται πλέον σε φυσικούς χώρους εργασίας. 7% των γυναικών δηλώνουν ότι έχουν δεχθεί παρενόχληση μέσω κοινωνικών δικτύων ή εφαρμογών μηνυμάτων, ενώ στην ηλικιακή ομάδα 18-29 το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 13,5%. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το ψηφιακό περιβάλλον, αν και θεωρητικά «ασφαλές» και απομακρυσμένο, αποδεικνύεται εξίσου ευάλωτο στη μεταφορά των ίδιων ανισορροπιών δύναμης.

Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το χάσμα μεταξύ αντίληψης και πραγματικότητας. Παρότι τα ποσοστά εμπειρίας είναι υψηλά, 75% των γυναικών που εργάζονται πιστεύουν ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι «σπάνιο φαινόμενο». Το χάσμα αυτό μαρτυρά έλλειψη συνείδησης, αλλά και φόβο ή απροθυμία αναγνώρισης του προβλήματος – είτε από τα ίδια τα θύματα είτε από τους/τις μάρτυρες.

Το οικονομικό κόστος της σιωπής

Η σεξουαλική παρενόχληση δεν έχει μόνο ηθικές ή ψυχολογικές συνέπειες· έχει και βαρύ οικονομικό αποτύπωμα. Σύμφωνα με ευρωπαϊκές εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2013, το συνολικό κόστος των ψυχοκοινωνικών κινδύνων στην εργασία, στα οποία εντάσσονται η παρενόχληση, το στρες και ο εκφοβισμός, ανέρχεται σε 617 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Το ποσό αυτό περιλαμβάνει απουσίες λόγω ψυχικής επιβάρυνσης, μειωμένη παραγωγικότητα, αυξημένες δαπάνες υγείας, και νομικά/αποζημιωτικά κόστη για τις επιχειρήσεις.

Πέρα από τα νούμερα: η αόρατη πραγματικότητα

Τα στατιστικά αποκαλύπτουν ένα μόνο μέρος της εικόνας. Η πραγματική διάσταση είναι πιθανώς ακόμη μεγαλύτερη, καθώς πολλά περιστατικά δεν καταγγέλλονται ποτέ. Ο φόβος απώλειας εργασίας, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους μηχανισμούς καταγγελίας και η κοινωνική ντροπή οδηγούν σε μη καταγραφή περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο. Επιπλέον, η κουλτούρα ανοχής ή η «κανονικοποίηση» ανάρμοστων συμπεριφορών εντός των εργασιακών χώρων δυσχεραίνει την αναγνώριση της παρενόχλησης, ειδικά όταν δεν λαμβάνει ακραίες μορφές.

Νέα ευρήματα: τα αποτελέσματα της μεγάλης ευρωπαϊκής έρευνας για την έμφυλη βία (EU Gender-Based Violence Survey)

Η πιο πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα για την έμφυλη βία, η οποία βασίστηκε σε συνεντεύξεις 114.023 γυναικών από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ, προσφέρει ίσως την πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας. Σύμφωνα με το 4ο κεφάλαιο της έρευνας, μία στις τρεις γυναίκες (30,8%) έχει βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης στο πλαίσιο της εργασίας της. Το ποσοστό αυξάνεται σημαντικά στις ηλικίες 18–29 ετών (41,6%), γεγονός που δείχνει πως οι νεότερες γυναίκες εκτίθενται πιο συχνά σε τέτοιες συμπεριφορές.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι δράστες είναι άνδρες, με 15,8% των γυναικών να αναφέρουν παρενόχληση από άνδρα συνάδελφο, το 7,4% από προϊστάμενο ή εργοδότη, και 9,3% από πελάτη ή συνεργάτη στο πλαίσιο της εργασίας τους.

Επιπλέον, οι μορφές παρενόχλησης που καταγράφηκαν εκτείνονται από λεκτικά ή μη λεκτικά σχόλια με σεξουαλικό υπονοούμενο, ανεπιθύμητη σωματική επαφή, εκφοβιστικές προτάσεις για ραντεβού ή σεξουαλικές πράξεις, έως ανεπιθύμητα μηνύματα ή e-mails σεξουαλικού περιεχομένου και απειλές επαγγελματικών συνεπειών σε περίπτωση άρνησης.

Η ίδια έρευνα καταγράφει επίσης μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά χώρα: τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στη Σουηδία (55,4%), τη Φινλανδία (53,7%), τη Σλοβακία (53%) και το Λουξεμβούργο (52,9%), ενώ τα χαμηλότερα σε Πορτογαλία (12,3%), Βουλγαρία (12,2%) και Λετονία (11,0%), με την Ελλάδα να βρίσκεται επίσης στα υψηλά ποσοστά (42,1%). Η διαφορά αυτή πιθανότατα αντικατοπτρίζει όχι λιγότερα περιστατικά, αλλά ενδεχομένως διαφορετικό επίπεδο ευαισθητοποίησης και διάθεσης καταγγελίας μεταξύ των κοινωνιών. 

Σεξισμός στην εργασία: το υπόβαθρο που τροφοδοτεί την παρενόχληση

Ο σεξισμός στο χώρο εργασίας δεν περιορίζεται στις ακραίες μορφές παρενόχλησης· αποτελεί ένα διάχυτο και συχνά αόρατο πρόβλημα που εκδηλώνεται μέσα από στερεότυπα, προκαταλήψεις και καθημερινές συμπεριφορές οι οποίες υπονομεύουν την ισότητα. Σύμφωνα με το εγχειρίδιοSexism at Work: How Can We Stop It? του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), ο σεξισμός βασίζεται σε κοινωνικά πρότυπα που καθορίζουν τι «πρέπει» να είναι ή να κάνει μια γυναίκα ή ένας άνδρας, μετατρέποντας τη διαφορά των φύλων σε αξιολογική ανισότητα.

Αυτό έχει πρακτικές συνέπειες, καθώς επηρεάζει τις προσλήψεις, την αξιολόγηση, τις προαγωγές και τους μισθούς. Η έρευνα του EIGE, μάλιστα, δείχνει ότι επαγγέλματα που χαρακτηρίζονται «γυναικεία» υποτιμώνται τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, ενώ οι γυναίκες συχνά εκτίθενται σε σχόλια ή «χιούμορ» που μειώνουν τη συμβολή τους.

Πολλές φορές ο σεξισμός δεν είναι επιθετικός, αλλά καθημερινός και κανονικοποιημένος: από υποτιμητικά σχόλια και ειρωνικά αστεία μέχρι τη διαρκή αμφισβήτηση της ικανότητας των γυναικών σε ηγετικούς ρόλους. Η συσσώρευση τέτοιων εμπειριών οδηγεί σε απώλεια αυτοπεποίθησης, ψυχολογική φθορά και απομάκρυνση των γυναικών από ηγετικές θέσεις. Έτσι, ο σεξισμός λειτουργεί ως έδαφος πάνω στο οποίο αναπαράγονται και νομιμοποιούνται οι πιο ακραίες μορφές παρενόχλησης.

Η ανάγκη για αλλαγή κουλτούρας

Η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία δεν είναι απλώς ένα «παράπλευρο» φαινόμενο των εργασιακών σχέσεων, αλλά ένας καθρέφτης των κοινωνικών μας αξιών και της ισορροπίας ισχύος μεταξύ των φύλων. Τα ευρωπαϊκά δεδομένα δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας: πρόκειται για ένα πρόβλημα συστημικό, που απαιτεί συστημικές λύσεις. Και αυτές οι λύσεις δεν μπορούν να περιοριστούν σε εγκυκλίους, κανονισμούς ή εκστρατείες ευαισθητοποίησης – χρειάζονται βαθιά αλλαγή κουλτούρας.

Μια πραγματικά ασφαλής εργασία είναι εκείνη όπου κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή θέσης, μπορεί να εργάζεται χωρίς φόβο, χωρίς ντροπή και χωρίς να χρειάζεται να «προσαρμόσει» τη συμπεριφορά του για να αποφύγει την προσβολή ή τη βία. Αυτό προϋποθέτει οργανισμούς που αναγνωρίζουν την ευθύνη τους, ηγεσίες που δίνουν το παράδειγμα μηδενικής ανοχής, και θεσμούς που δεν αρκούνται στην τυπική συμμόρφωση, αλλά καλλιεργούν πραγματική εμπιστοσύνη.

Η αλλαγή δεν μπορεί να προέλθει μόνο από νομικά εργαλεία, ωστόσο. Χρειάζεται συλλογική ευαισθητοποίηση και πολιτισμική μετατόπιση, καθώς κάθε μορφή παρενόχλησης υπονομεύει τη δημοκρατία και την ισότητα στο χώρο εργασίας. Η αξιοπρέπεια στην εργασία δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας δίκαιης και βιώσιμης ευρωπαϊκής κοινωνίας. Και όσο περισσότερες φωνές ενώνονται για να τη διεκδικήσουν, τόσο πιο κοντά ερχόμαστε σε μια Ευρώπη όπου η ισότητα δεν θα είναι απλώς θεσμική υποχρέωση, αλλά καθημερινή πραγματικότητα.