Skip to main content

Γράφει η Κωνσταντίνα Χατζή, Ψυχολόγος


Το 2023, στο πλαίσιο του προγράμματος Safe At Work, πραγματοποιήθηκε η έρευνα με τίτλο: «Λόγοι υπο-αναφοράς και μη προσφυγής στη δικαιοσύνη σε περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης: διερεύνηση στο πεδίο», την οποία διεξήγαγε ερευνητική ομάδα του Παντείου Πανεπιστημίου. Αφορμή για την έρευνα στάθηκε η υπηρεσία καταγγελιών για γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, η οποία υλοποιούνταν μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμα του έργου Stop Harassment (πλέον γνωστή ως safeandfair.gr, για το έργο S.T.A.R.T.). Η βιβλιογραφία, καθώς και οι εγχώριες προσπάθειες καταγραφής περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία πρόσφεραν και προσφέρουν σημαντικά στοιχεία για την καλύτερη κατανόηση της υπο-αναφοράς του φαινομένου: για παράδειγμα, σε προηγούμενη έρευνα της ActionAid με τίτλο «Δεν είναι αυτή η δουλειά μας» , καταγράφεται πως μόνο το 6% των γυναικών που έχουν βιώσει σεξουαλική παρενόχληση έκαναν σχετική καταγγελία, ενώ μόνο το 37% το ανέφερε στο εργασιακό πλαίσιο.

Στόχος της έρευνας για τους παράγοντες υποαναφοράς ήταν, αρχικά, να αναλυθούν οι λόγοι του φαινομένου και να παρατεθούν προτάσεις, με σκοπό να αναστραφεί η υπάρχουσα κατάσταση. Για να εξυπηρετηθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι στόχοι, η μέθοδος συλλογής δεδομένων που επιλέχθηκε ήταν οι ατομικές συνεντεύξεις και η διαμόρφωση ομάδων εστίασης με πληροφορητές/τριες- κλειδιά. Τα συμμετέχοντα άτομα επιλέχθηκαν από διάφορους επαγγελματικούς χώρους, προκειμένου η ερευνητική προσέγγιση να είναι ολιστική, ενώ αποφασίστηκε η μη συμμετοχή θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης προκειμένου να αποφευχθεί ο ενδεχόμενος επανατραυματισμός τους, αλλά και επειδή η εύρεση συμμετεχουσών θα ήταν δυσκολότερη και πιο χρονοβόρα. Το πρώτο στάδιο διεξαγωγής της έρευνας περιλάμβανε 10 ατομικές συνεντεύξεις με πληροφορήτριες/τες – κλειδιά, οι οποίες/οι προέρχονταν από MΚΟ ή είχαν ασχοληθεί επαγγελματικά με σχετικά ζητήματα, ενώ το δεύτερο στάδιο περιελάμβανε συζήτηση με ομάδα εστίασης νομικών, οι οποίοι είχαν έρθει σε επαφή με γυναίκες που χρειάστηκαν νομική κάλυψη σε ζητήματα σεξουαλικής παρενόχλησης. 

Τα αποτελέσματα των δύο αυτών σταδίων ανέδειξαν ορισμένους από τους λόγους για τους οποίους το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία δεν καταγγέλλεται, εστιάζοντας σε γεγονότα όπως το #MeToo και η κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης 190. Μελετήθηκε, μάλιστα, ο βαθμός στον οποίο τα γεγονότα αυτά μπορεί να ενίσχυσαν τις καταγγελίες, ενώ τέλος συγκεντρώθηκαν προτάσεις που θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν το γυναικείο πληθυσμό να καταφεύγει στη δικαιοσύνη σε συνθήκες παρενόχλησης. 

Με βάση τις συνεντεύξεις, μια κύρια αιτία υποαναφοράς των περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης που αναδύθηκε είναι ο φόβος των θυμάτων για ενδεχόμενα αντίποινα. Στις περιπτώσεις εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα ο φόβος αυτός αφορά την πιθανότητα απόλυσης, το δυσάρεστο εργασιακό κλίμα και την ηθική παρενόχληση, ενώ στο δημόσιο κυρίως την αρνητική κριτική και τη στοχοποίηση. Σε όποιο εργασιακό περιβάλλον και να βρίσκονται, όμως, οι γυναίκες, προκύπτει το σοβαρό ζήτημα του φόβου του στιγματισμού και η αμφιβολία για το εάν μια καταγγέλλουσα θα βρει στήριξη από το ευρύτερο περιβάλλον της. «…Δεν έχουμε φτάσει ως κοινωνία […] να βλέπουμε με κατανόηση γυναίκες που καταγγέλλουν ειδικά αφεντικά» αναφέρθηκε χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.

Ένας άλλος αποτρεπτικός παράγοντας καταγγελίας των περιστατικών παρενόχλησης που έχουν παρατηρήσει οι πληροφορητές/τριες είναι η περιπλοκότητα της διαδικασία αυτής. Ορισμένα άτομα ανέφεραν ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, υπήρξε προτροπή, από τη διοίκηση εταιρείας στην οποία συνέβη ένα περιστατικό, να επιλύονται τέτοια ζητήματα εσωτερικά. Πιο αναλυτικά, σε ορισμένες καταγγελίες υπήρξε έντονη γραφειοκρατική παρακώλυση και η υπόθεση κατέληξε σε συμβιβασμό των δύο μερών, ενώ συχνά στο γεγονός αυτό συμβάλλουν δυσκολίες όπως το χρονικό διάστημα παραγραφής του αδικήματος και τα αποδεικτικά στοιχεία που συνήθως δεν είναι εύκολο να προσκομισθούν: «…επειδή συμβαίνει μεταξύ δράστη και θύματος είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί οτιδήποτε…». 

Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, αναφέρθηκε επίσης ότι πολλές εργαζόμενες δεν προχωρούν σε καταγγελία γιατί γνωρίζουν ότι η υπόθεση μπορεί να μην φτάσει στα δικαστήρια και οι ποινές να μην είναι αντίστοιχες του βιώματός τους. Επιπλέον, συχνά δυσκολεύονται να αναβιώσουν, μέσω των αφηγήσεων τους, την εμπειρία που έζησαν. Τέλος, το κόστος που απαιτεί η διαδικασία καταγγελίας μπορεί να αποτρέψει μία εργαζόμενη από αυτήν – το ίδιο και ο χρόνος που χρειάζεται έως την εκδίκαση της υπόθεσης. 

Τα κενά που υπάρχουν γύρω από την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση για τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας αποτελούν έναν ακόμα παράγοντα που αποθαρρύνει τις εργαζόμενες από την αναφορά ή και την καταγγελία ενός περιστατικού. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πλήρης ενημέρωση για το τι σημαίνει παρενοχλητική συμπεριφορά, ενώ πλήθος εργαζομένων δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους σε σχετικά ζητήματα: «… δεν είναι προφανές ότι υπάρχει γνώση. Δηλαδή οι εργαζόμενες να γνωρίζουν τα δικαιώματα στους τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα…» ειπώθηκε σχετικά. Οι θύτες συχνά δεν αντιλαμβάνονται ότι κακοποιούν, ενώ οι μάρτυρες δεν γνωρίζουν πώς να παρέμβουν, με αποτέλεσμα το ζήτημα της έλλειψης ενημέρωσης να επηρεάζει όλα τα εμπλεκόμενα άτομα.

Ένα από τα κύρια ερωτήματα της έρευνας ήταν και ο τρόπος που επέδρασε το ελληνικό #MeToo και η Κύρωση της Σύμβασης 190 στις καταγγελίες των περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία. Το σύνολο των συμμετεχουσών δήλωσε ότι το ελληνικό #MeToo έφερε στην επιφάνεια το φαινόμενο, όμως φαίνεται να μην άλλαξε τον αριθμό των καταγγελιών: «Παρά το γεγονός ότι, μετά το ελληνικό #MeToo, βγήκαν επώνυμοι άνθρωποι και κατήγγειλαν σοβαρά περιστατικά.…ο αριθμός των αναφορών συνεχίζει και είναι χαμηλός…». Από το σύνολο των πληροφορητ(ρι)ών έγινε σαφές ότι, κατά την άποψή τους, η βασική επίδραση του κινήματος αφορούσε στην ευαισθητοποίηση σχετικά με το ζήτημα. Αναφορικά με την Κύρωση της Σύμβασης 190 με τη ψήφιση του Ν.4808/2021, με τα οποία κατοχυρώθηκαν νομοθετικά σημαντικά δικαιώματα των εργαζομένων σε σχέση με τη βία και παρενόχληση, και παρά το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά αποτέλεσαν ένα καίριο βήμα στο οποίο μπορούν να στηρίζονται οι άμεσα θιγόμενες αλλά και οι εργοδότες για τις υποχρεώσεις τους, φαίνεται πως αυτά δεν επηρέασαν σημαντικά την αύξηση του αριθμού καταγγελιών. 

Το τρίτο μέρος των αποτελεσμάτων της έρευνας αφορούσε τις προτάσεις για τη διαχείριση και αντιμετώπιση του φαινομένου της υποκαταγγελίας των περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία. Ένα από τα μέτρα που πρότειναν οι ερωτώμενες/οι ήταν να βελτιωθεί το υπάρχον σύστημα υποδοχής καταγγελιών. Αναφέρθηκαν, μάλιστα, ιδιαίτερα στην υποστελέχωση των φορέων που επιβραδύνει τις διαδικασίες «…Αν ο Συνήγορος του Πολίτη είχε περισσότερο προσωπικό και αυτό γινόταν σε ένα μήνα, θα είχε νόημα…». Μία άλλη σημαντική πρόταση αφορούσε την επιμόρφωση των ανθρώπων που αναλαμβάνουν σχετικές υποθέσεις, προκειμένου να προτεραιοποιηθεί η ευαισθησία στη διαχείρισή τους και να αποφεύγεται ο επανατραυματισμός των καταγγελουσών. Η οικονομική ενίσχυση των φορέων που αναλαμβάνουν την υποδοχή των καταγγελιών αποτελεί μια ακόμα καίρια παρέμβαση, ενώ κρίνεται αναγκαία η ευαισθητοποίηση του γενικού πληθυσμού: «Χρειάζεται μία κοινωνία που να έχει καταδικάσει στην πράξη αυτά τα γεγονότα…να έχει φτιάξει δομές, να βγαίνει προς τα έξω το προφίλ ότι εγώ σε προστατεύω, δεν θα σε πειράξει κανείς…».

Επίσης, αναφέρθηκε από τα άτομα πως οι επιχειρήσεις θα πρέπει να διαμορφώσουν ένα σύστημα στο οποίο οι γυναίκες θα αναλαμβάνουν διοικητικούς ρόλους, θα αισθάνονται άνετα να καταγγείλουν ένα περιστατικό παρενόχλησης, και όπου η κουλτούρα του εργασιακού περιβάλλοντος θα συμβάλλει στην καταπολέμηση των έμφυλων ανισοτήτων. Ταυτόχρονα, οι συνδικαλιστικοί φορείς οφείλουν να υποστηρίξουν δράσεις που αποσκοπούν στην ενδυνάμωση και την προτροπή στην καταγγελία. Τέλος, έγινε ιδιαίτερη μνεία στην αμερόληπτη στάση των εργαζομένων που διαχειρίζονται τις καταγγελίες στους αρμόδιους φορείς, αλλά και στην παράταση του διαστήματος παραγραφής του αδικήματος, που προς το παρόν έχει όριο τους τρεις μήνες.

Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη έρευνα προσφέρει σημαντικά δεδομένα για τη σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών στην εργασία, η οποία συχνά δεν καταγγέλλεται λόγω θεσμικών αδυναμιών, κοινωνικών στερεοτύπων και του φόβου αντιποίνων. Η ουσιαστική εφαρμογή του Ν.4808/2021, η επιμόρφωση όλων των εμπλεκομένων, καθώς και η καλλιέργεια μιας κουλτούρας μηδενικής ανοχής στην παρενόχληση, είναι απαραίτητα βήματα για να αλλάξουν δραστικά τα σημερινά δεδομένα. Μόνο μέσα από τη συλλογική δράση της πολιτείας, των επιχειρήσεων, των συνδικάτων και της κοινωνίας μπορεί να διαμορφωθεί ένα ασφαλές και δίκαιο εργασιακό περιβάλλον για κάθε εργαζόμενη.